κολοφώνιο

κολοφώνιο
Διαφανής ρητινώδης ουσία με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο κόκκινο, που λαμβάνεται με τη μορφή στερεού υπολείμματος κατά την απόσταξη της ρητίνης διαφόρων κωνοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα του πεύκου. Το κ. περιέχει περισσότερο από 90% ρητινικά οξέα και χρησιμοποιείται για την παρασκευή βερνικιών, ηλεκτρικών μονωτικών, για την επάλειψη του δοξαριού των έγχορδων μουσικών οργάνων, ως γαλακτοματοποιητής στην παραγωγή συνθετικού καουτσούκ, ελαστικών, λινελαίων, πλαστικών, τεχνητών δερμάτων, ως ξηραντικό (κυρίως τα άλατά του με το μαγνήσιο) και καθαριστικό μέσο. Το κ. είναι ιδιαίτερα αναφλέξιμο. Παλαιότερα, οι καπνοί του χρησιμοποιούνταν για τη θεραπεία της βρογχίτιδας, αν και σήμερα θεωρείται ότι σχετίζονται με εκδηλώσεις άσθματος και δερματικές αλλεργίες.
* * *
το
βλ. κολοφώνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβιετινικό ή αβιετικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C44H64O5. Βρίσκεται σε άμορφη κατάσταση μέσα στο κολοφώνιο, που είναι ο ανυδρίτης του. Αν κατεργαστούμε κολοφώνιο με οινόπνευμα 70°, προσθέτοντας νερό, παίρνουμε καθαρό α.ο. σε κρυσταλλική μορφή …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • καλοφώνιο — το βλ. κολοφώνιο …   Dictionary of Greek

  • κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • πιμαρικός — ή, ό, Ν φρ. «πιμαρικό οξύ» η οργανική ένωση διτερπενικό οξύ που εξάγεται από τη ρητίνη ενός είδους πεύκου και όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε κολοφώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pimaric acid < λατ. Pinus maritima… …   Dictionary of Greek

  • πολυμνήστεια — τὰ, Α [πολύμνηστος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πολύμνηστο τον Κολοφώνιο …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδόκηρος — ο, Ν χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για το σφράγισμα συσκευασμένων δεμάτων, επιστολών και άλλων πραγμάτων, το οποίο παρασκευάζεται από αραβικό κόμμι, κολοφώνιο ή ρητίνη και ανόργανες χρωστικές ύλες, αλλ. ισπανικός κηρός, βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • βουλοκέρι — Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”